- Περσεφόνην
- Φερσέφασσαfem acc sg (attic epic ionic)Περσεφόνηfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευκώλενος — η, ο (Α λευκώλενος, ον) αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ὠλένη (πρβλ. γλαυκ ώλενος)] … Dictionary of Greek